ὕλημα

ὕλημα
ὕλημα [pron. full] [ῡ], ατος, τό, ([etym.] ὕλη) mostly in pl.,
A woody plants, esp. of shrubs, bushes (including τὰ φρυγανικὰ καὶ θαμνώδη), Thphr.HP1.5.3 (cj. for κλήματα), cf. 1.6.7, 1.10.6, 3.3.6; opp. δένδρα and ποώδη, ib. 4.4.5: sg., ib.9.16.4:—hence [full] ὑληματικός, ή, όν, belonging to the class of ὕλημα, Id.CP6.11.10.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὕλημα — ὕ̱λημα , ὕλημα woody plants neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλημα — ήματος, τὸ, Α θάμνος, χαμόκλαδο, ιδίως ως περιληπτική ονομασία τών φυτών που κατατάσσονται μεταξύ θάμνων και βοτάνων («ἐν δὲ τοῑς θαμνώδεσι καὶ ὅλως τοῑς κλήμασιν οἷον καλάμῳ τε καὶ νάρθηκι καὶ τοιούτοις εἰσίν», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + κατάλ …   Dictionary of Greek

  • υληματικός — ή, όν, Α [ὕλημα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα υλήματα («καὶ ἐνίων ὑληματικῶν ὧν αἱ μὲν ῥίζαι γλυκεῑαι τὰ δὲ ὑπὲρ γῆς οὐχ ὅμοια», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • ὑλημάτων — ὑ̱λημάτων , ὕλημα woody plants neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήμασι — ὑ̱λήμασι , ὕλημα woody plants neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήμασιν — ὑ̱λήμασιν , ὕλημα woody plants neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήματα — ὑ̱λήματα , ὕλημα woody plants neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑλήματος — ὑ̱λήματος , ὕλημα woody plants neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”